- στιχάκι
- το, Ν [στίχος]υποκορ.1. μικρός στίχος2. στίχος δημοτικού ή λαϊκού δίστιχου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στιχάρι(ο) — (I) το, Ν υποκορ. μικρός στίχος, στιχάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + υποκορ. κατάλ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο)]. (II) το / στιχάριον, ΝΜΑ, και στιχάριν ΜΑ, και στοιχάριον Α διακοσμημένος χιτώνας και κυρίως μακρύ εσωτερικό άμφιο τών ορθόδοξων κληρικών.… … Dictionary of Greek
στιχίδιον — τὸ, ΜΑ [στίχος] υποκορ. μικρός στίχος, στιχάκι («περὶ γλώττης καὶ στιχιδίου μαχόμενοι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek